- ἐνδοξότερος
- ἔνδοξοςheld in esteemmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ՓԱՌԱՒՈՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0934 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. ἑνδοξότερος magis gloriosus, honorabilior ἑπικυδέστερος melior, felicior, superior. Առաւել կամ յոյժ փառաւոր. *Փառաւորագոյն էր քան զամենեսեան. Դան. ՟Ժ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)